από το Kwaidan (1904)
του Λευκάδιου Χερν
Πριν από εφτακόσια χρόνια στο Νταν-νο-ούρα, στο θαλάσσιο στενό του Σιμονοσέκι, δόθηκε η τελευταία μάχη του μακροχρόνιου αγώνα ανάμεσα στους
Χεϊκέ ή φυλή των
Ταΐρα και στους Γκέντζι ή φυλή των Μιναμότο. Εκεί όλοι οι Χεϊκέ αφανίστηκαν, και μαζί οι γυναίκες, τα παιδιά τους και ο ανήλικος αυτοκράτοράς τους, ο Αντόκου
τεννό. Η θάλασσα και η ακτή εδώ και εφτακόσια χρόνια έχουν στοιχειώσει. Σας έχω μιλήσει για τα παράξενα καβούρια που υπάρχουν εκεί, τα
καβούρια Χεϊκέ, που στις ράχες τους έχουν ανθρώπινα πρόσωπα και που λέγεται ότι είναι τα πνεύματα των πολεμιστών Χεϊκέ (1).
Πολλά είναι τα αλλόκοτα που μπορεί κανείς να δει και ν’ ακούσει σ’ εκείνη την ακτή. Τις σκοτεινές νύχτες εκατοντάδες απόκοσμες φωτιές μετεωρίζονται πάνω από την αμμουδιά ή γοργοπετούν πάνω από τα κύματα· χλωμά φώτα που οι ψαράδες αποκαλούν όνι-μπι, δηλαδή δαιμονικές φωτιές. Και όποτε δυναμώνει ο αέρας, ανεβαίνει από τη θάλασσα ένας αχός καμωμένος από κραυγές σαν οχλοβοή μάχης.
Τα παλιά χρόνια τα πνεύματα των Χεϊκέ ήταν πολύ πιο ανήσυχα απ’ ότι είναι τώρα. Τις νύχτες αναδύονταν και προσπαθούσαν να βουλιάξουν τα περαστικά πλοία και πάντα γύρευαν κολυμβητές για να τους τραβήξουν στο βυθό. Για να κατευναστούν τα πνεύματα των νεκρών, όπως το θέλει η τάξη, χτίστηκε στο Ακαμαγκασέκι (2) ο βουδιστικός ναός
Αμίντατζι. Φτιάχτηκε κι ένα νεκροταφείο κοντά στην ακτή, στο οποίο ανεγέρθηκαν μνημεία με τα ονόματα του πνιγμένου αυτοκράτορα και των επιφανών υπηκόων του και γίνονταν τακτικά βουδιστικές τελετές για την ανάπαυση των ψυχών τους. Ύστερα από την ανέγερση του ναού και των μνημείων τα πνεύματα των Χεϊκέ δεν δημιουργούσαν πια τόσα προβλήματα, συνέχισαν, όμως, να κάνουν κατά διαστήματα περίεργα πράγματα, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι δεν είχαν βρει τη γαλήνη.
Πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια ζούσε στο Ακαμαγκασέκι ένας τυφλός, που λεγόταν Χόιτσι και ήταν ξακουστός για τη δεξιοτεχνία του στην απαγγελία και στο παίξιμο του μπίβα (3). Από τα παιδικά του χρόνια είχε εκπαιδευτεί να απαγγέλει και να παίζει, και ήταν ακόμα πολύ νέος, όταν ξεπέρασε τους δασκάλους του. Σαν επαγγελματίας μπίβα-χόσι απέκτησε μεγάλη φήμη κυρίως για την απαγγελία της ιστορίας των Χεϊκέ και των Γκέντζι, και λέγεται πως όταν τραγουδούσε τη ραψωδία της μάχης Νταν-νο-ούρα, ακόμα και τα τελώνια (κιτζίν) δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκριά τους.
Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του ο Χόιτσι ήταν πολύ φτωχός, βρήκε όμως έναν καλό φίλο που τον βοήθησε. Ο ιερέας του Αμίντατζι αγαπούσε την ποίηση και τη μουσική και προσκαλούσε συχνά τον Χόιτσι στον ναό για να παίξει και να απαγγείλει. Εντυπωσιασμένος από την εκπληκτική δεξιοτεχνία του νέου, ο ιερέας αργότερα του πρότεινε να μείνει στον ναό σαν στο σπίτι του, προσφορά που έγινε δεκτή με ευγνωμοσύνη. Ο ιερέας παραχώρησε στον Χόιτσι ένα δωμάτιο και το μόνο που ζήτησε για ανταπόδωση της στέγης και της τροφής που του πρόσφερε ήταν να τον ευφραίνει με την τέχνη του κάποια βράδια, που δεν είχε άλλες υποχρεώσεις.
Μια καλοκαιριάτικη νύχτα ο ιερέας έφυγε για να τελέσει μια βουδιστική ακολουθία στην κατοικία ενός ενορίτη που πέθανε. Πήγε εκεί με τον μαθητευόμενό του, αφήνοντας τον Χόιτσι μονάχο στον ναό. Η νύχτα ήταν πολύ ζεστή και ο τυφλός βγήκε για να δροσιστεί στον εξώστη μπροστά από το δωμάτιό του. Ο εξώστης έβλεπε σ’ έναν μικρό κήπο στο πίσω μέρος του Αμίντατζι. Εκεί περίμενε ο Χόιτσι την επιστροφή του ιερέα και ανακούφιζε τη μοναξιά του παίζοντας μπίβα. Πέρασαν τα μεσάνυχτα, αλλά ο ιερέας δε φάνηκε. Έκανε ακόμα πολλή ζέστη και μέσα στο δωμάτιό του θα ήταν αποπνικτικά, έτσι ο Χόιτσι έμεινε έξω. Επιτέλους, άκουσε βήματα να πλησιάζουν από την πίσω πόρτα. Κάποιος διέσχισε τον κήπο, κατευθύνθηκε προς τον εξώστη και σταμάτησε ακριβώς μπροστά του· αλλά δεν ήταν ο ιερέας.
Μια βαριά φωνή φώναξε τον τυφλό άντρα με τ’ όνομά του –τραχιά και απότομα, με τον τρόπο που οι
σαμουράι καλούν κάποιον κατώτερο.
«Χόιτσι!»
Ο Χόιτσι ξαφνιάστηκε για μια στιγμή και δεν απάντησε, αλλά η φωνή τον κάλεσε και πάλι με τραχύ, προστακτικό τόνο:
«Χόιτσι!»
«
Χάι!», απάντησε ο τυφλός φοβισμένος από την απειλητική φωνή. «Είμαι τυφλός. Δεν ξέρω ποιος με φωνάζει!»
«Μη φοβάσαι», αποκρίθηκε ο ξένος μιλώντας πιο ευγενικά. «Έρχομαι στον ναό σταλμένος σ’ εσένα για να σου φέρω ένα μήνυμα. Ο κύριός μου, ένα πρόσωπο ιδιαίτερα υψηλής αξίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης, μένει τώρα στο Ακαμαγκασέκι με πολλούς ευγενείς ακολούθους. Επιθυμούσε να δει το πεδίο της μάχης του Νταν-νο-ούρα και σήμερα το επισκέφθηκε. Έμαθε ότι απαγγέλεις με δεξιοτεχνία το ιστορικό της μάχης και επιθυμεί να ακούσει την απαγγελία σου. Λοιπόν, πάρε το μπίβα σου κι έλα αμέσως μαζί μου στον οίκο, όπου αναμένει η αξιοσέβαστη ομήγυρη.
Εκείνα τα χρόνια ήταν απερίσκεπτο να παρακούσεις την προσταγή ενός σαμουράι. Ο Χόιτσι έβαλε τα σανδάλια του, πήρε το μπίβα του κι έφυγε με τον ξένο, ο οποίος ναι μεν τον οδηγούσε επιδέξια, αλλά τον υποχρέωνε να περπατάει πολύ γρήγορα. Το χέρι που τον οδηγούσε ήταν σιδερένιο και ο ήχος των βημάτων του πολεμιστή φανέρωνε ότι ήταν αρματωμένος –πιθανόν ήταν κάποιο μέλος της ανακτορικής φρουράς.
Οι πρώτες ανησυχίες του Χόιτσι εξαφανίστηκαν. Άρχισε να φαντάζεται ότι του χαμογέλασε η τύχη· θυμήθηκε τη δήλωση του σαμουράι για κάποιο πρόσωπο «ιδιαίτερα υψηλής αξίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης» και σκέφτηκε ότι ο άρχοντας που ήθελε να τον ακούσει δε θα μπορούσε να είναι τίποτα λιγότερο από κάποιον σπουδαίο
νταϊμυό. Ο σαμουράι σταμάτησε. Ο Χόιτσι κατάλαβε ότι είχαν φτάσει μπροστά σε μια μεγάλη πύλη και παραξενεύτηκε γιατί σ’ εκείνο το μέρος της πόλης δεν θυμόταν άλλη μεγάλη πύλη εκτός από την πύλη του Αμίντατζι.
«Κάιμον! (4)» φώναξε ο σαμουράι.
Ακούστηκε το τράβηγμα της αμπάρας και οι δύο άντρες πέρασαν μέσα. Διέσχισαν έναν κήπο και σταμάτησαν ξανά μπροστά σε μια είσοδο. Ο σαμουράι φώναξε δυνατά: «Ε, εκεί μέσα! Έφερα τον Χόιτσι». Αμέσως ακούστηκαν πόδια να τρέχουν, παραπετάσματα να τραβιούνται, πόρτες ν’ ανοίγουν και γυναίκες να συνομιλούν. Από την ομιλία τους ο Χόιτσι κατάλαβε ότι ανήκαν σε κάποιο αρχοντικό, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν. Δεν του άφησαν πολύ χρόνο για να κάνει υποθέσεις. Αφού τον βοήθησαν ν’ ανέβει κάμποσα πέτρινα σκαλοπάτια, στο τελευταίο από τα οποία του ζήτησαν ν’ αφήσει τα σανδάλια του, ένα γυναικείο χέρι τον οδήγησε να βαδίσει ατέλειωτα μέτρα πάνω σε καλογυαλισμένα ξύλινα πατώματα, να στρίψει σε γωνίες πάρα πολλές για να τις θυμάται, να περπατήσει πάνω σε διαδρόμους στρωμένους με χαλιά, μέχρι να φτάσουν στο κέντρο κάποιας τεράστιας αίθουσας. Κατάλαβε ότι εκεί ήταν μαζεμένοι πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι· το θρόισμα του μεταξιού έμοιαζε με το θρόισμα των φύλλων του δάσους. Άκουσε ακόμα βουητό από μουρμουρίσματα –ο τρόπος ομιλίας ήταν ανακτορικός.
Είπαν στον Χόιτσι να καθίσει αναπαυτικά. Βρήκε το μαξιλάρι γονυκλισίας που του είχαν ετοιμάσει. Αφού βολεύτηκε πάνω του και κούρδισε το όργανό του, η γυναικεία φωνή –για την οποία μάντευε ότι ανήκε στη ρότζο, δηλαδή στη σεβάσμια δέσποινα, την υπεύθυνη για το γυναικείο προσωπικό– του απευθύνθηκε λέγοντας:
«Και τώρα ζητούμε την απαγγελία της ιστορίας των Χεϊκέ με τη συνοδεία του μπίβα».
Ολόκληρη η απαγγελία μπορούσε να κρατήσει αρκετές νύχτες, γι’ αυτό ο Χόιτσι ρώτησε:
«Μια και ολόκληρη η ιστορία δεν λέγεται σύντομα, ποιο τμήμα της επιθυμείτε ν’ απαγγείλω;»
Ο Χόιτσι ύψωσε τη φωνή του κι έψαλε τη ραψωδία για τη μάχη στην πικρή θάλασσα, κάνοντας το μπίβα του ν’ ακούγεται σαν το χτύπημα των κουπιών και την εφόρμηση των πλοίων, σαν το βούισμα και το σφύριγμα των βελών, σαν τις κραυγές και το ποδοβολητό των αντρών, σαν τον κρότο του ατσαλιού πάνω στα κράνη και σαν τον παφλασμό των σφαγιασμένων που έπεφταν στο νερό.
Στις ανάπαυλες του παιξιματός του άκουγε αριστερά και δεξιά του φωνές να μουρμουρίζουν εγκώμια: «Τι εκπληκτικός καλλιτέχνης!» «Ποτέ στον τόπο μας δεν ακούστηκε τέτοιο παίξιμο!» «Σε ολόκληρη την αυτοκρατορία δεν υπάρχει άλλος ψαλμωδός σαν τον Χόιτσι!»
Τα λόγια αυτά του έδωσαν καινούργιο θάρρος κι έπαιξε και τραγούδησε καλύτερα από πριν· γύρω του απλωνόταν μια σιωπή γεμάτη θαυμασμό. Όταν όμως άρχισε να λέει για τη μοίρα των αθώων και των αδύναμων –για τη θλιβερή σφαγή των γυναικών και των παιδιών και για το θανάσιμο άλμα της Νιι-νο-Άμα, με τον αυτοκράτορα παιδί στην αγκαλιά της– τότε όλοι οι ακροατές ταυτόχρονα έβγαλαν μια μακρόσυρτη και ανατριχιαστική κραυγή οδύνης. Στη συνέχεια έκλαιγαν και θρηνούσαν τόσο δυνατά και τόσο άγρια, που ο τυφλός φοβήθηκε την παραφορά και τη θλίψη που είχε προκαλέσει. Ο θρήνος και ο κοπετός συνεχίστηκαν για πολλή ώρα. Σιγά σιγά τα μοιρολόγια σταμάτησαν και στη βαριά σιωπή που ακολούθησε, ο Χόιτσι άκουσε τη φωνή της γυναίκας, που πίστευε ότι ήταν η ρότζο να λέει:
«Παρ’ όλο που μας είχαν διαβεβαιώσει ότι είσαι προικισμένος δεξιοτέχνης του μπίβα και ότι δεν υπάρχει όμοιός σου στην απαγγελία, δεν γνωρίζαμε ότι κάποιος μπορούσε ν’ αποδειχτεί τόσο ικανός, όσο αποδείχτηκες εσύ απόψε. Ο άρχοντάς μας ευαρεστήθηκε να πει ότι προτίθεται να σου παραχωρήσει μια ταιριαστή ανταμοιβή. Επιθυμεί, όμως, να ερμηνεύσεις μπροστά του κάθε νύχτα, για τις επόμενες έξι νύχτες, μετά από τις οποίες θα ξεκινήσει το αξιοσέβαστο ταξίδι επιστροφής του. Αύριο το βράδυ, συνεπώς, θα έρθεις εδώ την ίδια ώρα. Ο πιστός υπηρέτης που σε οδήγησε απόψε, θα σε οδηγήσει και αύριο. Υπάρχει ακόμα ένα ζήτημα το οποίο έχω εντολή να σου γνωστοποιήσω. Δεν πρέπει να μιλήσεις σε κανέναν για τις επισκέψεις σου εδώ, όσο διαρκεί η αξιοσέβαστη παραμονή του άρχοντά μας στο Ακαμαγκασέκι. Καθώς ταξιδεύει χωρίς να φανερώνει την ταυτότητά του (6), πρόσταξε να μη γίνει καμία αναφορά. Και τώρα είσαι ελεύθερος να επιστρέψεις στο ναό σου».
Αφού ο Χόιτσι υπέβαλε τις ευχαριστίες του με τον πρέποντα τρόπο, ένα γυναικείο χέρι τον συνόδευσε ως την είσοδο του σπιτιού, όπου ο ίδιος σαμουράι, που τον είχε οδηγήσει προηγουμένως, περίμενε για να τον γυρίσει πίσω. Τον οδήγησε στον εξώστη στο πίσω μέρος του ναού κι εκεί τον αποχαιρέτησε.
Είχε σχεδόν χαράξει, όταν γύρισε ο Χόιτσι, αλλά η απουσία του από το ναό δεν είχε γίνει αντιληπτή. Όταν επέστρεψε ο ιερέας, η ώρα ήταν περασμένη και νόμισε ότι ο Χόιτσι κοιμόταν. Στη διάρκεια της ημέρας ο Χόιτσι μπόρεσε ν’ αναπαυθεί λιγάκι και δεν μίλησε σε κανέναν για την παράξενη περιπέτειά του. Τα μεσάνυχτα ο σαμουράι ξαναήρθε και τον οδήγησε στην αξιοσέβαστη ομήγυρη, όπου έκανε ακόμα μία απαγγελία με την ίδια επιτυχία που είχε και η προηγούμενη ερμηνεία του. Αλλά κατά τη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψής του, η απουσία του από το ναό συμπτωματικά ανακαλύφθηκε, και μετά την επιστροφή του το πρωί, κλήθηκε να παρουσιαστεί στον ιερέα, ο οποίος του είπε σε τόνο ευγενικής επίπληξης:
«Ανησυχήσαμε πάρα πολύ για σένα, φίλε Χόιτσι. Είναι επικίνδυνο να βγαίνεις έξω μόνος τόσο αργά. Γιατί δεν μας είπες τίποτα; Θα είχα διατάξει έναν υπηρέτη να σε συνοδεύσει. Πού είχες πάει;»
Ο Χόιτσι αποκρίθηκε με υπεκφυγές.
«Συγχώρεσέ με, ευγενικέ φίλε! Έπρεπε να φροντίσω κάποια προσωπική υπόθεση και δεν μπορούσα να το κάνω άλλη ώρα».
Ο ιερέας αισθάνθηκε περισσότερο έκπληξη παρά λύπη από την απροθυμία του Χόιτσι να μιλήσει· κατάλαβε ότι ήταν ασυνήθιστη και υποπτεύθηκε ότι συνέβαινε κάτι κακό. Φοβήθηκε ότι κάποια κακά πνεύματα είχαν κάνει μάγια ή είχαν ξεγελάσει τον τυφλό νέο. Δεν έκανε άλλες ερωτήσεις, αλλά έδωσε κρυφά οδηγίες στους υπηρέτες του ναού να προσέχουν τις κινήσεις του και να τον ακολουθήσουν σε περίπτωση που έφευγε ξανά νύχτα από το ναό.
Την επόμενη, μόλις οι υπηρέτες είδαν τον Χόιτσι να φεύγει από τον ναό, άναψαν αμέσως τα φανάρια τους και τον ακολούθησαν. Αλλά η νύχτα ήταν βροχερή και σκοτεινή και προτού οι υπηρέτες προφτάσουν να βγουν στον δρόμο, ο Χόιτσι είχε εξαφανιστεί. Ήταν ολοφάνερο ότι περπατούσε πολύ γρήγορα, πράγμα παράξενο αν λογαριάσουμε ότι ήταν τυφλός και ότι ο δρόμος ήταν σε κακή κατάσταση. Οι υπηρέτες έτρεξαν, ρώτησαν σε όλα τα σπίτια που συνήθως επισκεπτόταν ο Χόιτσι, αλλά δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτα. Καθώς, όμως, επέστρεφαν στον ναό από το δρόμο της παραλίας, ξαφνιάστηκαν από το άκουσμα του μπίβα, που έπαιζε ξέφρενα στο νεκροταφείο του Αμίντατζι. Εκτός από μερικές απόκοσμες φωτιές, σαν αυτές που συνήθως γοργοπετούσαν εκεί τις σκοτεινές νύχτες, όλα ήταν θεοσκότεινα προς εκείνο το μέρος. Οι άντρες έτρεξαν αμέσως στο νεκροταφείο, κι εκεί, με τη βοήθεια των φαναριών τους, βρήκαν τον Χόιτσι να κάθεται μόνος στη βροχή μπροστά στην επιτύμβια στήλη του Αντόκου τεννό, παίζοντας το μπίβα του και ψάλλοντας δυνατά τη ραψωδία της μάχης του Νταν-νο-ούρα. Πίσω του, γύρω του και παντού πάνω από τους τάφους οι φωτιές των νεκρών έκαιγαν σαν καντήλια. Ποτέ άλλοτε δεν είχε εμφανιστεί σε μάτια θνητών ένα τόσο μεγάλο πλήθος όνι-μπι.
«Χόιτσι-
σαν! Χόιτσι-σαν!» φώναξαν οι υπηρέτες. «Σου έχουν κάνει μάγια, Χόιτσι-σαν!»
Αλλά ο τυφλός δε φαινόταν να τους ακούει. Ακούραστα έκανε το μπίβα του να ηχεί σαν κροτάλισμα, σαν κουδούνισμα και σαν κλαγγή κι έψαλλε όλο και πιο άγρια τη ραψωδία της μάχης του Νταν-νο-ούρα.
Τον έπιασαν και φώναξαν μέσα στο αυτί του: «Χόιτσι-σαν! Χόιτσι-σαν! Έλα αμέσως μαζί μας!»
Εκείνος τους μίλησε επιτιμητικά: «Είναι ανεπίτρεπτο να με διακόπτετε με τέτοιον τρόπο ενώπιον αυτής της αξιοσέβαστης ομήγυρης».
Παρ’ όλη την παραδοξότητα του πράγματος, στο άκουσμα αυτό οι υπηρέτες δεν μπόρεσαν να μην γελάσουν. Βέβαιοι ότι είχε πέσει θύμα μαγείας, τον άρπαξαν, τον στήριξαν στα πόδια του και τον εξανάγκασαν να γυρίσει στο ναό, όπου με εντολή του ιερέα τού έβγαλαν αμέσως τα βρεγμένα ρούχα. Κατόπιν ο ιερέας ζήτησε επίμονα ξεκάθαρες εξηγήσεις για την ακατανόητη συμπεριφορά του φίλου του.
Για πολλή ώρα Χόιτσι δίσταζε να μιλήσει. Στο τέλος όμως, καταλαβαίνοντας ότι η συμπεριφορά του είχε αναστατώσει και θυμώσει τον καλό ιερέα, άφησε τις επιφυλάξεις του και εξιστόρησε όλα όσα είχαν συμβεί από την πρώτη στιγμή της επίσκεψης του σαμουράι.
Ο ιερέας είπε: «Χόιτσι, φτωχέ μου φίλε, βρίσκεσαι σε μεγάλο κίνδυνο! Τι κρίμα να μην μου τα έχεις πει όλα από την αρχή! Η θαυμάσια δεξιοτεχνία σου σ’ έχει βάλει σε αλλόκοτα προβλήματα. Για την ώρα πρέπει να ξέρεις ότι δεν επισκέφθηκες κανένα απολύτως σπίτι, αλλά πέρασες τις νύχτες σου στο νεκροταφείο, ανάμεσα στους τάφους των Χεϊκέ. Οι άνθρωποί μας σε βρήκαν απόψε καθισμένο στη βροχή μπροστά στην επιτύμβια στήλη του Αντόκου τεννό. Αυτά που φαντάστηκες ήταν ψευδαισθήσεις· όλα, εκτός από το κάλεσμα των νεκρών. Μια φορά αν τους υπακούσεις, υποτάσσεσαι στη δύναμή τους. Αν τους υπακούσεις ξανά, ύστερα από αυτά που έγιναν, θα σε κομματιάσουν. Αλλά αργά ή γρήγορα θα σε αφάνιζαν... Τώρα, δεν μπορώ να μείνω μαζί σου απόψε. Μ’ έχουν καλέσει να τελέσω μία λειτουργία. Αλλά προτού φύγω, είναι ανάγκη να προστατεύσουμε το σώμα σου γράφοντας πάνω του ιερά κείμενα».
Προτού πέσει ο ήλιος, ο ιερέας και ο βοηθός του έγδυσαν τον Χόιτσι. Έπειτα με τα πινέλα καλλιγραφίας τους έγραψαν πάνω στο στήθος και στην πλάτη του, στο κεφάλι, στο πρόσωπο και στον λαιμό του, στα χέρια και στα πόδια του, ακόμα και στις πατούσες του και σε όλα τα μέρη του σώματός του κείμενα από το
ιερό σούτρα που λέγεται Χάννυα-Σιν-Κυό (7). Όταν τελείωσαν, ο ιερέας έδωσε οδηγίες στον Χόιτσι λέγοντάς του:
«Απόψε, μόλις φύγω, πρέπει να καθίσεις στον εξώστη και να περιμένεις. Θα σε καλέσουν. Αλλά, ό,τι και να γίνει, να μην απαντήσεις και να μην κινηθείς. Να μην μιλήσεις καθόλου και να καθίσεις ακίνητος σαν να διαλογίζεσαι. Αν κάνεις την παραμικρή κίνηση ή τον παραμικρό θόρυβο, θα γίνεις κομμάτια. Μην φοβηθείς, αλλά και μην διανοηθείς να ζητήσεις βοήθεια, γιατί καμία βοήθεια δεν μπορεί να σε σώσει. Αν κάνεις ακριβώς όπως σου λέω, ο κίνδυνος θα περάσει και δεν θα έχεις κανέναν φόβο πια».
Όταν έπεσε το σκοτάδι, ο ιερέας και ο βοηθός του έφυγαν. Ο Χόιτσι ακολουθώντας τις οδηγίες κάθισε στον εξώστη. Ακούμπησε το μπίβα δίπλα του και παίρνοντας στάση διαλογισμού έμεινε αμίλητος, προσέχοντας να μην βήξει και να μην ανασαίνει δυνατά. Έμεινε έτσι για ώρες.
Τότε άκουσε από τον δρόμο τα βήματα να έρχονται. Πέρασαν την πύλη, διέσχισαν τον κήπο, πλησίασαν στον εξώστη και σταμάτησαν ακριβώς μπροστά του.
«Χόιτσι!» κάλεσε η τραχιά φωνή. Αλλά ο τυφλός κράτησε την αναπνοή του κι έμεινε ακίνητος.
«Χόιτσι!» κάλεσε με πείσμα η φωνή για δεύτερη φορά. Και την τρίτη φορά άγρια: «Χόιτσι!»
Ο Χόιτσι έμεινε ακίνητος σαν βράχος και η φωνή θύμωσε: «Καμία απάντηση. Δεν μπορεί. Πρέπει να τον βρω».
Τα βαριά βήματα ακούστηκαν να ανεβαίνουν στον εξώστη. Τα πόδια τον πλησίασαν και στάθηκαν δίπλα του. Έπειτα για μερικά ατελείωτα λεπτά, που στη διάρκειά τους ο Χόιτσι αισθανόταν όλο το σώμα του να τραντάζεται από τα χτυπήματα της καρδιάς του, έπεσε σιωπή τάφου.
Τέλος η τραχιά φωνή κοντά του μουρμούρισε: «Να το μπίβα, αλλά από τον παίκτη του μπίβα βλέπω μόνο δύο αυτιά... Να γιατί δεν απαντάει. Δεν έχει στόμα για να μιλήσει. Δεν απόμεινε απ’ αυτόν τίποτα άλλο παρά μόνο τα αυτιά του... Θα τα πάω στον άρχοντά μου για να του αποδείξω ότι υπάκουσα στις αξιοσέβαστες προσταγές του, όσο ήταν μπορετό».
Εκείνη τη στιγμή ο Χόιτσι ένιωσε τα σιδερένια δάχτυλα να γραπώνουν τ’ αυτιά του και να τα ξεκολλούν. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, αλλά δεν έβγαλε άχνα. Τα βαριά βήματα απομακρύνθηκαν από τον εξώστη, κατέβηκαν στον κήπο, πέρασαν στο δρόμο κι έσβησαν. Και από τις δύο πλευρές του κεφαλιού του ο τυφλός αισθάνθηκε να τρέχουν πηχτά, ζεστά ρυάκια, αλλά δεν τόλμησε να σηκώσει τα χέρια του...
Ο ιερέας επέστρεψε πριν χαράξει. Έτρεξε στον εξώστη, προχώρησε και γλίστρησε πάνω σε κάτι υγρό. Έβγαλε μία κραυγή φρίκης, γιατί στο φως του φαναριού του είδε ότι ήταν αίμα. Αντιλήφθηκε ότι ο Χόιτσι καθόταν εκεί, σε στάση διαλογισμού, ενώ το αίμα κυλούσε από τις πληγές του.
«Φτωχέ μου Χόιτσι!» φώναξε ο ιερέας ξαφνιασμένος. «Τι είναι αυτό; Είσαι πληγωμένος;»
Στο άκουσμα της φωνής του φίλου, ο τυφλός αισθάνθηκε ασφαλής. Ξέσπασε σε λυγμούς και ανάμεσα στα δάκρυά του διηγήθηκε τη νυχτερινή περιπέτειά του.
«Φτωχέ, φτωχέ μου Χόιτσι!» αναφώνησε ο ιερέας. «Είναι δικό μου το σφάλμα. Οδυνηρό σφάλμα! Πάντού πάνω στο σώμα σου γράφτηκαν ιερά κείμενα, εκτός από τ’ αυτιά σου! Εμπιστεύθηκα στον βοηθό μου να κάνει αυτή τη δουλειά, και ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο λάθος μου να μην βεβαιωθώ ότι την έκανε σωστά! Λοιπόν, η κατάσταση τώρα δεν αλλάζει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να γιατρέψουμε τις πληγές σου όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κουράγιο, φίλε μου! Ο κίνδυνος πέρασε. Εκείνοι οι επισκέπτες δεν θα σ’ ενοχλήσουν ποτέ ξανά».
Με τη βοήθεια ενός καλού γιατρού οι πληγές του Χόιτσι γιατρεύτηκαν γρήγορα.
Η ιστορία αυτής της παράξενης περιπέτειας διαδόθηκε στην αυτοκρατορία και ο Χόιτσι έγινε πασίγνωστος. Πολλοί άρχοντες πήγαν στο Ακαμαγκασέκι για να τον ακούσουν ν’ απαγγέλει και του έδωσαν μεγάλα χρηματικά δώρα. Έτσι έγινε πλούσιος... Αλλά από την περιπέτειά του και ύστερα έγινε γνωστός με το όνομα Μίμι-νάσι-Χόιτσι, που πάει να πει «Χόιτσι ο κοψαύτης».
ΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
(1) Στο Kottô μου υπάρχει περιγραφή αυτών των παράξενων καβουριών.
(2) Ακαμαγκασέκι ή Σιμονοσέκι. Η πόλη είναι επίσης γνωστή με το όνομα Μπακκάν.
(3) ο μπίβα είναι ένα λαούτο με τέσσερις χορδές που χρησιμοποιείται κυρίως στις θεατρικές απαγγελίες. Παλιότερα οι επαγγελματίες αοιδοί, που απήγγελαν το Χεϊκέ-Μονογκατάρι και άλλες τραγωδίες, λέγονταν μπίβα-χόσι, που θα πει «ιερείς με το λαούτο». Η καταγωγή αυτής της ονομασίας δεν είναι σαφής, αλλά είναι πιθανό να προέρχεται από το γεγονός ότι οι ιερείς με το λαούτο, καθώς και οι
τυφλοί χειροπράκτες (σαμπούερς) είχαν ξυρισμένα τα κεφάλια τους, όπως οι βουδιστές ιερείς.
Το μπίβα παίζεται με ένα είδος πένας, που λέγεται μπάτσι, και συνήθως φτιάχνεται από κέρατο.
(4) Έκφραση που δείχνει σεβασμό και σημαίνει το άνοιγμα της πύλης. Τον χρησιμοποιούσαν οι σαμουράι, όταν καλούσαν τους φρουρούς να τους ανοίξουν την πύλη του άρχοντα.
(5) Η φράση μπορεί να αποδοθεί και ως «γιατί ο πόνος αυτού του τμήματος είναι βαθύτατος». Η ιαπωνική λέξη για τη θλίψη στο αυθεντικό ιαπωνικό κείμενο είναι αβαρέ.
(6) «Ταξιδεύει χωρίς να φανερώνει την ταυτότητά του»: αυτή η φράση αποδίδει το νόημα του πρωτοτύπου «κάνει μυστικό αξιότιμο ταξίδι» σινόμπι νο γκο-ρυοκό.
(7) Έτσι λέγεται στην Ιαπωνία το Έλασσον Πράγκνα-Παραμιτά-Χριντάυα-Σούτρα. Και τα δύο, το έλασσον και το μείζον, λέγονται Πράγκνα-Παραμιτά, που θα πει «Ανυπέρβλητη Σοφία», έχουν μεταφραστεί από τον εκλειπόντα καθηγητή Max Muller και βρίσκονται στον τόμο xlix του έργου Sacred Books of the East (Buddhist Mahayana Sutras).
Με την ευκαιρία της μαγικής χρήσης των κειμένων, όπως περιγράφεται σε αυτή την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε ότι το αντικείμενο του σούτρα είναι το δόγμα της Κενότητας των Μορφών, δηλαδή ο μη αληθής χαρακτήρας τόσο των φαινομένων όσο και των νοουμένων. «Η μορφή είναι κενό και το κενό μορφή. Το κενό δεν διαφέρει από τη μορφή και η μορφή δεν διαφέρει από το κενό. Ό,τι είναι μορφή, αυτό είναι και κενό. Ό,τι είναι κενό, αυτό είναι και μορφή... Αντίληψη, ονομασία, έννοια και γνώση είναι επίσης κενό. Δεν υπάρχουν μάτια, μύτη, γλώσσα, σώμα και νους... Άλλά όταν η περιχαράκωση της συνείδησης εκμηδενιστεί, τότε [αυτός που αναζητά] ελευθερώνεται από όλους τους φόβους και πέρα από κάθε δυνατότητα αλλαγής απολαμβάνει την τελική Νιρβάνα».
Copyright© Τέτη Σώλου, 2009
All rights reserved
Η φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο του Τάκη Ευσταθίου.
The photo is from Takis Efstathiou personal archive.