Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Στη σιγαλιά της νύχτας

Προδημοσίευση
από το Κοττό
του Λευκάδιου Χερν
Μετάφραση: Τέτη Σώλου
Έκδοση του Ταμείου Παγκόσμιας Κυθηραϊκής Κληρονομιάς, 2014



Mαύρη, κρύα και γαλήνια –τόσο μαύρη, τόσο γαλήνια που αγγίζομαι για να δω αν έχω ακόμα σώμα. Μετά ψαχουλεύω γύρω μου για να σιγουρευτώ ότι δεν είμαι κάτω από το χώμα, θαμμένος για πάντα εκεί που δεν φτάνει το φως και ο ήχος. Ένα ρολόι χτυπάει τρεις φορές. Θα ξαναδώ τον ήλιο!
Άλλη μια φορά, τουλάχιστον. Πιθανόν μερικές εκατοντάδες φορές. Αλλά θα έρθει η νύχταν που δε θα την χαράζει καμία αυγή κι η σιγαλιάν που δε θα την ταράζει κανένας ήχος.
Αυτό είναι σίγουρο. Τόσο σίγουρο όσο ότι υπάρχω.
Τίποτε άλλο δεν είναι τόσο σίγουρο. Η λογική παραπλανά, τα αισθήματα παραπλανούν, όλες οι αισθήσεις παραπλανούν. Αλλά δεν υπάρχει καμία απολύτως πλάνη στη βεβαιότητα ότι η νύχτα θα έρθει.
Αμφίβαλε για το αν η ύλη είναι πραγματική, για το αν υπάρχει άυλο, για τις θρησκείες των ανθρώπων, για τους θεούς, αμφίβαλε για το σωστό και το λάθος, για τη φιλία και την αγάπη, για το αν υπάρχει ομορφιά και τρόμος· πάντα θα απομένει κάτι για το οποίο είναι αδύνατο να αμφιβάλλεις –μία απέραντη τυφλή και μαύρη πραγματικότητα.
Το ίδιο σκοτάδι για όλους –για τα μάτια των πλασμάτων και για τα μάτια του ουρανού– η ίδια καταδίκη για όλους, έντομα και ανθρώπους, μυρμηγκοφωλιές και πόλεις, φυλές και κόσμους, ήλιους και γαλαξίες· αναπόδραστη διάλυση, εξαφάνιση και λησμονιά.
Και μάταια όλοι οι άνθρωποι παλεύουν να μη θυμούνται, να μη σκέφτονται· το πέπλο που ύφαναν οι παλιές θρησκείες για να κρύψουν το κενό σκίστηκε για πάντα, και οι πύλες του Άδη1 είναι ορθάνοιχτες μπροστά μας και η καταστροφή είναι απροκάλυπτη.
Με όση βεβαιότητα πιστεύω ότι υπάρχω, με άλλη τόση πρέπει να πιστέψω ότι θα σταματήσω να υπάρχω, πράγμα που είναι φρικτό! Αλλά, πρέπει να πιστεύω ότι στ’ αλήθεια υπάρχω;

* * *

Τη στιγμή αυτής της αναρώτησης το σκοτάδι στάθηκε γύρω μου σαν τοίχος και μίλησε:
«Εγώ δεν είμαι παρά σκοτάδι και θα περάσω. Αλλά η πραγματικότητα θα έρθει και δεν θα περάσει. Δεν είμαι παρά το σκοτάδι. Μέσα μου υπάρχουν φώτα –οι αναλαμπές εκατοντάδων εκατομμυρίων ήλιων. Μέσα μου υπάρχουν φωνές. Με τον ερχομό της πραγματικότητας δε θα υπάρχουν πια φώτα ούτε φωνές ούτε ανατολή ούτε ελπίδα. 
»Αλλά πολύ ψηλά από πάνω σου θα εξακολουθεί να υπάρχει για εκατομμύρια χρόνια ο ήλιος και ζεστασιά και νιότη και αγάπη και χαρά... Απέραντο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, ευωδιές από καλοκαιρινά λουλούδια, φωνές στα ξέφωτα και στα άλση, πεταρίσματα σκιών και τρεμοπαιξήματα φωτός, κελάρισμα των νερών και γάργαρα κοριτσίστικα γέλια. Αλλά για σένα μαυρίλα και σιωπή και κρύα, τυφλά πλάσματα».
Απάντησα:
«Σκέψεις σαν κι αυτές τώρα τις φοβάμαι. Αλλά μόνο γιατί είμαι ακόμα από τον ύπνο. Όταν το μυαλό μου ξυπνήσει, δεν θα φοβάμαι. Γιατί αυτός ο φόβος είναι μόνον ένας ζωώδης φόβος, ο βαθύς και θολός αρχέγονος φόβος, που κληρονόμησα από εκατομμύρια χρόνια ενστικτώδους ζωής... Περνάει κιόλας. Μπορώ ν’ αρχίσω να σκέφτομαι τον θάνατο σαν ύπνο χωρίς όνειρα, σαν ύπνο χωρίς την αίσθηση ούτε της χαράς ούτε του πόνου».
Το σκοτάδι ψιθύρισε:
«Τι είναι αίσθηση;»
Δεν μπορούσα να του απαντήσω και η μελαγχολία με βάρυνε ανυπόφορα κι εκείνο μίλησε:
«Δεν ξέρεις τι πάει να πει αίσθηση; Τότε πώς μπορείς να λες ότι θα υπάρχει ή δεν θα υπάρχει πόνος για το απομεινάρι σου, για τα μόρια του κορμιού σου, για τα άτομα της ψυχής σου; Άτομα! Τι είναι αυτά;»
Και πάλι δεν μπορούσα να απαντήσω και το βάρος έγινε τεράστιο –βάρος σαν πυραμίδας– και ο ψίθυρος ακούστηκε συριστικός:
«Οι αποστροφές τους; Οι έλξεις τους; Τα απαίσια αγκαλιάσματά τους και τα χοροπηδήματα; Τι είναι αυτά; Πάθη από ζωές που έγιναν στάχτη; Φρενιάσματα από ακόρεστο πόθο; Παραφορές από άσβεστο μίσος; Παραφροσύνες από το ατελείωτο μαρτύριο; Δεν ξέρεις; Αλλά λες ότι δεν θα υπάρχει πια πόνος!»
Τότε φώναξα στον λοιδωρό:
«Είμαι ξύπνιος, ξύπνιος, εντελώς ξύπνιος! Σταμάτησα να φοβάμαι. Θυμάμαι! Ό,τι ήμουν, αυτό είμαι. Πριν από τον χρόνο υπήρξα· πέρα από τους απώτατους κύκλους των αιωνιοτήτων θα διαρκέσω. Σε μυριάδες εκατομμύρια μορφές θα μεταλλαχθώ. Σαν μορφή είμαι μόνο κύμα, σαν υπόσταση είμαι θάλασσα. Θάλασσα χωρίς ακρογιαλιά είμαι. Η αμφιβολία, ο φόβος και ο πόνος δεν είναι παρά σκοτεινές κηλίδες στην επιφάνεια του βάθους μου, που χάνονται γρήγορα... Όταν κοιμάμαι, ατενίζω την ψευδαίσθηση του χρόνου, αλλά όταν ξυπνάω, ξέρω ότι είμαι αιώνιος. Είμαι ένα με τη ζωή που δεν έχει ούτε μορφή ούτε όνομα, είμαι ένα με όλα όσα αρχίζουν και τελειώνουν –ακόμα και με τον τάφο και τον νεκροθαφτη, το πτώμα και το σκουλίκι...

* * *

Ένα σπουργίτι τιτίβισε στη στέγη και κάποιο άλλο απάντησε. Τα σχήματα των πραγμάτων άρχισαν να γίνονται ξεκάθαρα μ’ ένα απαλό γκρίζο φως και το σκοτάδι σιγά σιγά φωτίστηκε. Το μουρμουρητό της πόλης που ξυπνάει έφτασε στ’ αυτιά μου, μεγάλωσε και πολλαπλασιάστηκε. Και η θαμπάδα ξεπλύθηκε.
Τότε βγήκε ο όμορφος και ιερός ήλιος, ο παντοδύναμος αφυπνιστής, ο παντοδύναμος καταλύτης, σύμβολο ανυπέρβλητο της ατελεύτητης ζωής, που οι δυνάμεις της είναι και δικές μου!


Copyright© Ταμείο Παγκόσμιας Κυθηραϊκής Κληρονομιάς, Τέτη Σώλου, 2014
All rights reserved

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου