Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Ρεμβασμός

Προδημοσίευση
από το Κοττό
του Λευκάδιου Χερν
Μετάφραση: Τέτη Σώλου
Έκδοση του Ταμείου Παγκόσμιας Κυθηραϊκής Κληρονομιάς, 2014

Έχει ειπωθεί ότι ο άνθρωπος έχει για τον θάνατο, τον ίδιο φόβο μ’ ένα παιδί, που έρχεται στον κόσμο κλαίγοντας, γιατί δεν ξέρει ποια στοργικά χέρια το περιμένουν. Σίγουρα αυτή η σύγκριση δεν αντέχει σε επιστημονικό έλεγχο, αλλά σαν ευχάριστο παιχνίδι της φαντασίας είναι όμορφη, ακόμα και για τους αγνωστικιστές –για κείνους που πιστεύουν ότι το ανθρώπινο πνεύμα χάνεται μαζί με το σώμα και ότι η αιώνια συνέχιση της προσωπικότητας δεν είναι παρά αιώνια δυστυχία.
Είναι όμορφη –νομίζω– γιατί υπαινίσσεται με τόσο μύχιο τρόπο την ελπίδα ότι στην υψηλότερη γνώση το Απόλυτο θα αποκαλυφθεί απέραντο, όπως η μητρική αγάπη. Μια τέτοια σύλληψη είναι της Ανατολής και όχι της Δύσης, όμως εναρμονίζεται με κάποια αντίληψη αόριστα προσδιορισμένη στις περισσότερες δυτικές πεποιθήσεις μας. Μέσα από αρχαίες ζοφερές συλλήψεις του απολύτου ως πατέρα, σιγά σιγά πήρε πνοή ένα όψιμο και φωτεινό όνειρο απέραντης τρυφερότητας –η εξευγενιστική ελπίδα, που δημιουργήθηκε από τη μνήμη της γυναίκας ως μητέρας· και όσο οι φυλές εξελίσσονται προς υψηλότερα πράγματα, τόσο πιο θηλυκή γίνεται η αντίληψή τους περί του θείου.
Αντιστρόφως, αυτή η σκέψη πρέπει να υπενθυμίζει ακόμα και στον πιο δύσπιστο ότι σύμπασα η ανθρώπινη εμπειρία δεν έχει γνωρίσει τίποτα ιερότερο από τη μητρική αγάπη –τίποτε άλλο που να του ταιριάζει τόσο επάξια ο χαρακτηρισμός «θεϊκό». Μόνο η μητρική αγάπη μπορούσε να δώσει τη δύναμη στη λεπτεπίλεπτη ζωή της σκέψης να ξεδιπλωθεί και ν’ αντέξει πάνω στην επιφάνεια αυτού του αξιολύπητου μικρού πλανήτη· μόνο μέσα από την υπέρτατη ανιδιοτέλεια μπόρεσαν τα ευγενέστερα αισθήματα του ανθρώπου να βρουν τη δύναμη ν’ ανθίσουν· μόνο με τη βοήθεια της μητρικής αγάπης μπόρεσαν οι υψηλότερες μορφές πίστης στο Αόρατο να πάρουν ζωή.   
Αλλά συλλογισμοί αυτού του είδους μάς κάνουν ν’ αναρωτιόμαστε «πού πάμε» και «από πού ερχόμαστε». Πρέπει ο οπαδός της εξέλιξης να σκέφτεται τη μητρική αγάπη απλώς σαν αναγκαίο αποτέλεσμα της υλικής συγγένειας –σαν έλξη ατόμου από άτομο; Ή μπορεί να αποτολμήσει να διατρανώσει, μαζί με τους αρχαίους στοχαστές της Ανατολής, ότι όλες οι ροπές των ανθρώπων σχηματίστηκαν από έναν αιώνιο ηθικό νόμο και ότι κάποιες είναι θεϊκές, γιατί είναι εκδηλώσεις των τεσσάρων απέραντων αισθημάτων; Ποια σοφία θ’ αποφασίσει για μας; Και ποιο το όφελος να ξέρουμε ότι τα υψηλότερα αισθήματά μας είναι θεϊκά, αφού η φυλή μας είναι καταδικασμένη ν’ αφανιστεί; Όταν η μητρική αγάπη θα έχει σφυρηλατήσει το μέγιστο για την ανθρωπότητα, τότε αυτό το μέγιστο δεν θα πήγαινε στα χαμένα;

Σε πρώτη σκέψη, πράγματι, το αναπόδραστο τέλος πρέπει να παρουσιάζει την πιο μαύρη τραγωδία που μπορεί να φανταστεί κανείς –μια τεράστια τραγωδία! Στο τέλος ο πλανήτης μας θα πεθάνει. Η γαλανή του ατμόσφαιρα θα συρρικνωθεί και θα σβήσει, οι θάλασσές του θα στεγνώσουν και το χώμα του θα αφανιστεί αφήνοντας στο σύμπαν μόνο ένα απόρριμα από άμμο και πέτρα –το μαραμένο πτώμα του κόσμου. Για καιρό ακόμα αυτή η μούμια θα γυρίζει γύρω από τον ήλιο, όπως το νεκρό φεγγάρι κάνει κύκλους τις νύχτες, με το ένα του πρόσωπο στην ανυπόφορη ζέστη και το άλλο στο παγωμένο σκοτάδι. Έτσι θα κάνει κύκλους ο πλανήτης μας, λευκός και φαλακρός σαν νεκροκεφαλή και σαν νεκροκεφαλή θα ξεθωριάζει, θα ραγίζει και θα θρυμματίζεται, καθώς θα έλκεται όλο και πιο πολύ από τον φλεγόμενο γονιό του, για να εξαφανιστεί ξαφνικά μέσα στην κυκλωνική αστραπή της ανάσας του. Ο ένας μετά τον άλλον θ’ ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι πλανήτες. Τότε το ίδιο το παντοδύναμο αστέρι θα αρχίσει να εξασθενεί και να τρεμοσβήνει με αποτρόπαιες αλλαγές χρωμάτων –να πυρακτώνεται ως τον θάνατό του. Και τελικά το καρβουνιασμένο πέτρωμά του, εκσφενδονισμένο σε κάποια κολοσσιαία ηλιακή πυρά, θα γίνει ατμός πιο λεπτός και από το όνειρο της σκιάς ενός φαντάσματος... 
Τότε, ποιο θα ήταν το όφελος του μόχθου της ζωής –της ζωής που εξαλείφθηκε χωρίς ν’ αφήσει ούτε ένα σημάδι που να δείχνει το μέρος όπου καταποντίστηκε στην απέραντη άβυσσο; Τότε, ποια θα ήταν η αξία της μητρικής αγάπης και του νεκρού κόσμου της ανθρώπινης στοργής, με τις θυσίες του, τις ελπίδες, τις αναμνήσεις, τις θεϊκές απολαύσεις και τους ακόμα πιο θεϊκούς πόνους του, τα χαμόγελα, τα δάκρυα και τα καθαγιασμένα χάδια και τις αμέτρητες προσευχές στους αμέτρητους εξαφανισμένους θεούς; 

Τέτοιες αμφιβολίες και φόβοι δεν ταράζουν τον στοχαστή της Ανατολής. Εμάς αναστατώνουν, κυρίως εξ αιτίας των παλιών λανθασμένων τρόπων σκέψης που γεννούν τον τυφλό φόβο μήπως αυτό που αποκαλούσαμε ψυχή δεν είναι ουσία, αλλά μορφή... Οι μορφές εμφανίζονται κι εξαφανίζονται σε μια αδιάκοπη εναλλαγή, αλλά μόνο η ουσία είναι αληθινή. Τίποτα αληθινό δεν μπορεί να χαθεί, ακόμα και αν διαλυθούν εκατομμύρια κόσμοι. Απόλυτη καταστροφή, παντοτινός θάνατος –όλοι αυτοί οι όροι του φόβου δεν αντιστοιχούν σε καμία αλήθεια, αλλά στον αιώνιο νόμο της αλλαγής. Οι μορφές θα χαθούν, καθώς τα κύματα έρχονται και σπάνε· διαλύονται για να ξαναφουσκώσουν. Τίποτα δεν χάνεται...
Στη θολή καταχνιά της διάλυσής μας θα επιζήσει η ουσία όλων αυτών που κάποτε υπήρξαν ζωντανοί άνθρωποι –οι μονάδες όλων των υπάρξεων τωρινών και περασμένων, με όλες τις σχέσεις τους, όλες τις ροπές τους, όλη την κληρονομιά των δυνάμεων που κάνουν το καλό ή το κακό, όλες τις δυνατότητες που συσσωρεύτηκαν μέσα από μυριάδες γενεές, με όλη την ενέργεια που σχημάτισε τη ρώμη των φυλών –και για αμέτρητους καιρούς θα είναι σε τροχιά γύρω από τη ζωή και τη σκέψη. Μεταλλαγές μπορεί να υπάρξουν· αλλαγές θα φέρει επίσης η αύξηση ή η μείωση των σχέσεων, η αφαίρεση ή η πρόσθεση των ροπών, γιατί τότε η σκόνη μας θα έχει αναμειχθεί με τη σκόνη αναρίθμητων κόσμων και των ανθρώπων τους. Αλλά τίποτα ουσιώδες δεν μπορεί να χαθεί. Αναπόφευκτα θα μεταλαμπαδεύσουμε το μερίδιο που μας αναλογεί για να φτιαχτεί ο μελλοντικός κόσμος, από την ουσία του οποίου κάποια άλλη νοημοσύνη θα εξελιχθεί σιγά σιγά. Όπως η δική μας ψυχή πρέπει να κληρονόμησε κάτι από τους αναρίθμητους κόσμους που χάθηκαν, έτσι και οι μελλοντικές ανθρωπότητες θα κληρονομήσουν όχι μόνον από μας, αλλά και από τα εκατομμύρια πλανήτες που υπάρχουν ακόμα.
Γιατί η εξαφάνιση του κόσμου μας αντιπροσωπεύει, μπροστά στην εξαφάνιση του σύμπαντος, την απειροελάχιστη λεπτομέρεια μιας σκέψης που σβήνει· οι ανθρώπινες σφαίρες, που πρέπει να μοιραστούν την καταδίκη μας, θα ξεπεράσουν κατά πολύ το ορατό φως του ουρανού. Και όμως αυτές οι αναρίθμητες ηλιακές φωτιές, με τους εκατομμύρια αθέατους ζωντανούς πλανήτες με κάποιο τρόπο θα εμφανιστούν και πάλι. 

Ξανά ο εκπληκτικός κόσμος, που γεννιέται από τον εαυτό του και καταστρέφεται από μόνος του, θα ξαναρχίσει την αστρική περιδίνησή του πάνω από τα βάθη της αιωνιότητας. Και η αγάπη που παλεύει για πάντα με τον θάνατο, θα ξανασηκωθεί μέσα από μία καινούργια απεραντωσύνη του πόνου για ν’ αναζωπυρώσει τον παντοτινό αγώνα της.
Το φως του χαμόγελου της μητέρας θα επιζήσει πέρα από τον ήλιο μας και το σκίρτημα του φιλιού της θα διαρκέσει πέρα από το σκίρτημα των άστρων, η γλυκύτητα του νανουρίσματός της θα επιζήσει σε νανουρίσματα κόσμων που δεν έχουν ακόμα εξελιχθεί, η τρυφερότητα της πίστης της θα ζωηρέψει τη φλόγα των προσευχών προς τους οικοδεσπότες άλλων ουρανών –σε θεούς πέρα από τον χρόνο. Και το νέκταρ του στήθους της ποτέ δεν χάνεται, αυτό το λευκό ρυάκι θα κυλάει για να θρέψει τη ζωή μιας ανθρωπότητας πιο τέλειας από τη δική μας, όταν ο Γαλαξίας που απλώνεται πάνω από τη νύχτα μας, θα έχει χαθεί για πάντα στο διάστημα.

Copyright© Ταμείο Παγκόσμιας Κυθηραϊκής Κληρονομιάς, Τέτη Σώλου, 2014
All rights reserved

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου