Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Μουτζινά

από το Kwaidan (1904)
του Λευκάδιου Χερν

Στην οδό Ακάσακα στο Τόκυο υπάρχει μια ανηφοριά που λέγεται Κιι-νο-κούνι-ζάκα, που σημαίνει η Ανηφοριά της Επαρχίας του Κίι. Δεν ξέρω γιατί λέγεται έτσι. Στη μια πλευρά της θα δείτε μια αρχαία τάφρο, βαθιά και πολύ πλατιά και στην άλλη πλευρά του δρόμου εκτείνονται τα μακρά και αγέρωχα τείχη του παλατιού. Πριν από τον φωτισμό των δρόμων και πριν από τα τζινρικίσα, μόλις νύχτωνε, η γειτονιά ερήμωνε, και οι αργοπορημένοι διαβάτες προτιμούσαν να κάνουν παράκαμψη χιλιομέτρων, παρά ν’ ανηφορίσουν μονάχοι το Κιι-νο-κούνι-ζάκα μετά το ηλιοβασίλεμα.
Και όλα αυτά εξ αιτίας ενός μουτζινά, που συνήθιζε να κάνει τον περίπατό του εκεί.
Ο τελευταίος άνθρωπος που είδε το μουτζινά ήταν ένας γέρος έμπορος από τη συνοικία Κυόμπασι, που πέθανε πριν από τριάντα χρόνια. Να η ιστορία, όπως την αφηγήθηκε:

Αργά μια νύχτα ανέβαινε βιαστικός το Κιι-νο-κούνι-ζάκα, όταν το μάτι του πήρε μια γυναίκα, που έκλαιγε πικρά, κουβαριασμένη δίπλα στην τάφρο. Επειδή φοβήθηκε ότι ετοιμαζόταν να πέσει να πνιγεί, σταμάτησε για να της δώσει όση βοήθεια και παρηγοριά του επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Ήταν λυγερή και χαριτωμένη, ντυμένη κομψά και τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα με τον τρόπο που φτιάχνουν τα μαλλιά τους οι κοπέλες των καλών οικογενειών. 
«Ο-τζοτσού», της φώναξε καθώς την πλησίαζε. «Ο-τζοτσού, μην κλαις. Πες μου τι σε βασανίζει και αν υπάρχει κάποιος τρόπος να σε βοηθήσω, θα το κάνω με χαρά».
Εννοούσε στ’ αλήθεια αυτά που έλεγε, γιατί ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Αλλά εκείνη συνέχισε να κλαίει κρύβοντας το προσωπό της με το μακρύ μανίκι της. 
«Ο-τζοτσού», της είπε ξανά, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, «σε παρακαλώ, σε παρακαλώ ακουσέ με. Δεν είναι μέρος αυτό να βρίσκεται νυχτιάτικα μια νέα κοπέλα. Σε θερμοπαρακαλώ, μην κλαις, μονάχα πες μου πώς μπορώ να σε βοηθήσω!»
Εκείνη ανασηκώθηκε αργά, αλλά του γύρισε την πλάτη και συνέχισε να στενάζει και να κλαίει κρυμμένη πίσω από το μανίκι της. Εκείνος ακούμπησε ελαφρά το χέρι του πάνω στον ώμο της και την παρακάλεσε: «Ο-τζοτσού! Ο-τζοτσού! Ο-τζοτσού! Άκουσέ με μονάχα για μια στιγμή. Ο-τζοτσού! Ο-τζοτσού!»
Η Ο-τζοτσού γύρισε, άφησε το μανίκι της να πέσει και χάιδεψε με το χέρι της το πρόσωπό της και τότε ο άνθρωπος είδε ότι δεν είχε ούτε μάτια ούτε μύτη ούτε στόμα.
Άφησε να του ξεφύγει μια δυνατή κραυγή και το 'βαλε στα πόδια.
Τρέχοντας σαν τρελός ανέβηκε την ανηφόρα Κιι-νο-κούνι-ζάκα. Ο δρόμος μπροστά του ήταν κατασκότεινος κι έρημος. Έτρεχε ασταμάτητα, χωρίς να τολμάει να κοιτάξει πίσω του. Στο τέλος είδε ένα φως τόσο μακρινό που έμοιαζε με πυγολαμπίδα και κατευθύνθηκε προς τα κει. Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν παρά το φανάρι ενός πλανόδιου πωλητή σόμπα, που είχε στήσει τον πάγκο του στην άκρη του δρόμου. Όμως, οποιοδήποτε φως και οποιοδήποτε ανθρώπινη παρουσία ήταν καλοδεχούμενη μετά από τη δυσάρεστη περιπέτειά του και ρίχτηκε στα πόδια του πλανόδιου πωλητή φωνάζοντας: «Αχ, αα, αα!»
«Κορέ! Κορέ!», φώναξε τραχιά ο πλανόδιος πωλητής. «Τι σου συμβαίνει; Σε χτύπησε κανείς;»
«Όχι, κανείς δεν με χτύπησε», αποκρίθηκε λαχανιασμένος ο άλλος. «Μόνο που... αχ!»
«Μόνο που σε φόβισε, ε;» ρώτησε με σκληρό ύφος ο γυρολόγος. «Ληστές;»
«Όχι ληστές. Δεν ήταν ληστές!» αγκομάχησε τρομοκρατημένος ο άνθρωπος. «Είδα... είδα μια γυναίκα δίπλα στην τάφρο και μου έδειξε... Αχ! δεν μπορώ να σου πω τι μου έδειξε!»
«Χε6! Μήπως σου έδειξε κάτι τέτοιο;» φώναξε ο γυρολόγος χαϊδεύοντας το πρόσωπό του, το οποίο παρευθύς μεταμορφώθηκε σε αυγό... Και την ίδια στιγμή το φως έσβησε.

Copyright© Τέτη Σώλου, 2009 
All rights reserved

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου