από το Kwaidan (1904)
του Λευκάδιου Χερν
Στο Ουακεγκόρι, μια περιοχή στην επαρχία του Iγιό, υπάρχει μια πολύ παλιά και ονομαστή κερασιά, που λέγεται Τζίου-ρόκου-ζακουρά, δηλαδή «Κερασιά της δέκατης έκτης μέρας», γιατί κάθε χρόνο ανθίζει τη δέκατη έκτη μέρα του πρώτου μήνα –με το παλιό σεληνιακό ημερολόγιο– εκείνη τη μέρα ακριβώς –ούτε μια μέρα πριν ούτε μια μέρα μετά. Ανθίζει μέσα στο καταχείμωνο, παρ’ όλο που το φυσιολογικό για ένα κερασόδεντρο είναι να περιμένει την άνοιξη για να πετάξει μπουμπούκια. Αλλά η Τζίου-ρόκου-ζακουρά ανθίζει με ζωή που δεν είναι –ή τουλάχιστον αρχικά δεν ήταν– δική της. Μέσα σ’ αυτό το δέντρο υπάρχει το πνεύμα ενός ανθρώπου.
του Λευκάδιου Χερν
Στο Ουακεγκόρι, μια περιοχή στην επαρχία του Iγιό, υπάρχει μια πολύ παλιά και ονομαστή κερασιά, που λέγεται Τζίου-ρόκου-ζακουρά, δηλαδή «Κερασιά της δέκατης έκτης μέρας», γιατί κάθε χρόνο ανθίζει τη δέκατη έκτη μέρα του πρώτου μήνα –με το παλιό σεληνιακό ημερολόγιο– εκείνη τη μέρα ακριβώς –ούτε μια μέρα πριν ούτε μια μέρα μετά. Ανθίζει μέσα στο καταχείμωνο, παρ’ όλο που το φυσιολογικό για ένα κερασόδεντρο είναι να περιμένει την άνοιξη για να πετάξει μπουμπούκια. Αλλά η Τζίου-ρόκου-ζακουρά ανθίζει με ζωή που δεν είναι –ή τουλάχιστον αρχικά δεν ήταν– δική της. Μέσα σ’ αυτό το δέντρο υπάρχει το πνεύμα ενός ανθρώπου.
* * *
Ήταν ένας σαμουράι του Iγιό και το δέντρο μεγάλωνε στον κήπο του και άνθιζε τη συνηθισμένη εποχή, δηλαδή γύρω στο τέλος Μαρτίου με αρχές Απριλίου. Είχε παίξει κάτω από αυτό το δέντρο, όταν ήταν παιδί. Οι γονείς του, οι παππούδες του και οι πρόγονοί του κρεμούσαν στ’ ανθισμένα κλωνάρια του, για πάνω από εκατό χρόνια, χαρούμενες κορδέλες από χρωματιστό χαρτί, που είχαν γραμμένα επάνω τους ποίηματα και εγκώμια. Αυτός ο ίδιος είχε γεράσει πολύ, είχε ζήσει περισσότερο απ’ όλα τα παιδά του, και δεν του είχε απομείνει τίποτε άλλο ζωντανό στον κόσμο, εκτός από αυτό το δέντρο. Μα να! Κάποιο καλοκαίρι το δέντρο μαράθηκε και πέθανε.
Κατάκαρδα λυπήθηκε ο γέρος για το δέντρο του. Τότε ευγενικοί γείτονες βρήκαν ένα νεαρό και όμορφο κερασόδεντρο και το φύτεψαν στον κήπο του, ελπίζοντας ότι έτσι θα τον παρηγορήσουν. Τους ευχαρίστησε και προσποιήθηκε ότι ήταν ευτυχής. Αλλά η καρδιά του ήταν γεμάτη πόνο, γιατί αγαπούσε το γέρικο δέντρο τόσο πολύ, που τίποτα δεν μπορούσε να τον παρηγορήσει για τον χαμό του.
Στο τέλος ήρθε στο μυαλό του μια χαρούμενη σκέψη. Αναθυμήθηκε έναν τρόπο με τον οποίο το αφανισμένο δέντρο μπορούσε να σωθεί. (Ήταν η δέκατη έκτη μέρα του πρώτου μήνα.) Κατέβηκε στον κήπο του, υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στο μαραμένο δέντρο και του μίλησε μ’ αυτά τα λόγια:
«Τώρα καταδέξου, σε θερμοπαρακαλώ, ν’ ανθίσεις και πάλι, γιατί θα πεθάνω εγώ στη θέση σου».
(Υπάρχει η δοξασία ότι κάποιος μπορεί να θυσιάσει τη ζωή του για κάποιο άλλο πρόσωπο ή πλάσμα ή ακόμα και δέντρο με τη χάρη των θεών. Η μεταφορά της ζωής εκφράζεται με τον όρο μιγκαουάρι νι τάτσου που σημαίνει «ενεργώ ως αντικαταστάτης».)
Έπειτα άπλωσε κάτω από το δέντρο ένα άσπρο ύφασμα και μερικά καλύμματα, κάθισε πάνω τους κι έκανε χαράκιρι σύμφωνα με το τυπικό των σαμουράι. Το πνεύμα του μπήκε στο δέντρο κι εκείνο άνθισε την ίδια στιγμή.
Και ανθίζει ακόμα κάθε χρόνο τη δέκατη έκτη μέρα του πρώτου μήνα –την εποχή του χιονιού.
© Μετάφραση: Τέτη Σώλου, 2009
All rights reserved
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου