από το Ιαπωνικό Μωσαϊκό
του Λευκάδιου Χερν
Μετάφραση: Τέτη Σώλου
Έκδοση του Ταμείου Παγκόσμιας Κυθηραϊκής Κληρονομιάς, 2014
«Θα γυρίσω μόλις μπει το φθινόπωρο», είπε ο Ακανά Σογιέμον πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια, όταν αποχαιρετούσε τον εξ υιοθεσίας αδερφό του, τον νεαρό Χασεμπέ Σαμόν. Ήταν Άνοιξη και τόπος ήταν το χωριό Κάτο της επαρχίας Χαρίμα. Ο Ακανά ήταν ένας σαμουράι από το Ιζούμο και ήθελε να επισκεφθεί τον τόπο που γεννήθηκε.
Ο Χασεμπέ είπε:
«Το Ιζούμο σου, η χώρα των Οκτώ Νεφών που Υψώνονται, είναι πολύ μακριά. Γι’ αυτό ίσως σου είναι δύσκολο να πεις ποια ακριβώς μέρα θα επιστρέψεις. Όμως, αν γνωρίζαμε την ακριβή ημέρα, θα νιώθαμε μεγαλύτερη χαρά. Θα μπορούσαμε να προετοιμάσουμε μια γιορτή καλωσορίσματος και θα κοιτούσαμε από την αυλόπορτα περιμένοντας την επιστροφή σου».
«Όσο γι’ αυτό», απάντησε ο Ακανά, «είμαι τόσο συνηθισμένος στα ταξίδια, ώστε μπορώ να πω από τα πριν πόσος χρόνος μου χρειάζεται για να φτάσω σε κάποιο μέρος. Και μπορώ να υποσχεθώ με σιγουριά ότι θα βρίσκομαι εδώ μια συγκεκριμένη ημέρα. Ας πούμε την ημέρα της γιορτής Τσογιό.
«Είναι την ένατη μέρα του ένατου μήνα», είπε ο Χασεμπέ. «Τότε τα χρυσάνθεμα θα έχουν ανθίσει και θα πάμε μαζί να τα δούμε. Τι ευχάριστο! Λοιπόν, υπόσχεσαι ότι θα γυρίσεις την ένατη μέρα του ένατου μήνα;»
«Την ένατη μέρα του ένατου μήνα», επανέλαβε ο Ακανά αποχαιρετώντας χαμογελαστός. Και με μεγάλα βήματα έφυγε από το χωριό Κάτο της επαρχίας Χαρίμα. Ο Χασεμπέ και η μητέρα του Χασεμπέ τον παρακολουθούσαν με δάκρια στα μάτια.
«Ούτε ο ήλιος ούτε το φεγγάρι» λέει μια παλιά ιαπωνική παροιμία «σταματούν ποτέ το ταξίδι τους». Οι μήνες πέρασαν γρήγορα και ήρθε το φθινόπωρο –η εποχή των χρυσανθέμων. Νωρίς το πρωί της ένατης μέρας του ένατου μήνα ο Χασεμπέ ετοιμάστηκε να υποδεχτεί τον υιοθετημένο αδερφό του. Ετοίμασε ένα γιορτινό τραπέζι, αγόρασε κρασί, στόλισε το δωμάτιο υποδοχής και γέμισε τα ανθοδοχεία με χρυσάνθεμα. Τότε η μητέρα του που τον παρατηρούσε είπε:
«Η επαρχία του Ιζούμο, γιε μου, απέχει πάνω από εκατό ρι από δω και το ταξίδι μέσα από τα βουνά είναι δύσκολο και κουραστικό και δεν μπορείς είσαι σίγουρος ότι ο Ακανά θα καταφέρει να επιστρέψει σήμερα. Δεν θα ήταν καλύτερα να περιμένεις την επιστροφή του προτού κάνεις όλες αυτές τις ετοιμασίες;»
«Όχι, μητέρα!» απάντησε ο Χασεμπέ. «Ο Ακανά υποσχέθηκε ότι θα βρίσκεται εδώ σήμερα, δεν μπορεί να μην τηρήσει την υπόσχεσή του. Και αν μας έβλεπε να κάνουμε τις ετοιμασίες μετά την άφιξή του, θα καταλάβαινε ότι δεν πιστέψαμε στα λόγια του και αυτό θα ήταν ντροπή».
Η μέρα ήταν όμορφη, ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος και ο αέρας ήταν τόσο καθαρός, που ο κόσμος έμοιαζε χιλιάδες μίλια πιο πλατύς από το συνηθισμένο. Το πρωί πολλοί ταξιδιώτες πέρασαν από το χωριό, ανάμεσά τους και σαμουράι, και ο Χασεμπέ καθώς κοιτούσε τον καθένα που ερχόταν, πολλές φορές νόμισε ότι είδε τον Ακανά να φτάνει. Αλλά οι καμπάνες του ναού σήμαναν μεσημέρι και ο Ακανά δεν φάνηκε. Και όλο το απόγευμα ο Χασεμπέ κοιτούσε και περίμενε, αλλά μάταια. Ο ήλιος έγειρε και ακόμα κανένα σημάδι από τον Ακανά. Ωστόσο ο Χασεμπέ έμεινε στην αυλόπορτα αγναντεύοντας τον δρόμο. Αργότερα η μητέρα του πήγε κοντά του και είπε:
«Η γνώμη του ανθρώπου, γιε μου, όπως λέει μια παροιμία μας, αλλάζει τόσο γρήγορα όσο ο φθινοπωριάτικος ουρανός. Αλλά τα χρυσάνθεμά σου θα κρατήσουν και αύριο. Καλύτερα τώρα να πας να πλαγιάσεις και το πρωί μπορείς να περιμένεις και πάλι τον Ακανά, αν το επιθυμείς».
«Καλή ανάπαυση, μητέρα», απάντησε ο Χασεμπέ, «αλλά εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι θα έρθει».
Η μητέρα του πήγε στο δωμάτιό της και ο Χασεμπέ έμεινε στην αυλόπορτα.
Η νύχτα ήταν καθαρή, όπως ήταν και η μέρα. Ο ουρανός έσφυζε από αστέρια και το λευκό Ουράνιο Ποτάμι τρεμοφέγγιζε με ασυνήθιστη λαμπρότητα. Το χωριό κοιμόταν. Η ησυχία έσπαζε από τον ήχο του ρυακιού και από το μακρινό γάβγισμα των σκυλιών του χωριού. Ο Χασεμπέ περίμενε ακόμα. Περίμενε μέχρι που είδε το φεγγάρι να χάνεται πίσω από τους γειτονικούς λόφους. Τότε πια άρχισε να αμφιβάλλει και να φοβάται. Εκεί που ήταν έτοιμος να μπει στο σπίτι, πήρε το μάτι του από μακριά έναν ψηλό άντρα να πλησιάζει ανάλαφρα και γοργά και αμέσως αναγνώρισε τον Ακανά.
«Ω!», φώναξε ο Χασεμπέ τρέχοντας να τον προϋπαντήσει. «Σε περίμενα από το πρωί μέχρι τώρα! Ώστε πραγματικά κράτησες την υπόσχεσή σου! Αλλά θα πρέπει να είσαι κουρασμένος, φτωχέ μου αδερφέ! Πάμε μέσα. Όλα είναι έτοιμα και σε περιμένουν».
Οδήγησε τον Ακανά στην τιμητική θέση στο δωμάτιο υποδοχής κι έτρεξε να δυναμώσει τα φώτα που σιγόκαιγαν.
«Η μητέρα», συνέχισε ο Χασεμπέ, «ήταν λίγο κουρασμένη απόψε και πήγε νωρίς για ύπνο, αλλά θα πάω να την ξυπνήσω».
Ο Ακανά κούνησε το κεφάλι του κι έκανε μία κίνηση αποδοκιμασίας.
«Όπως θέλεις, αδερφέ μου», είπε ο Χασεμπέ κι έβαλε ζεστό φαγητό και κρασί μπροστά στον ταξιδιώτη.
Ο Ακανά δεν άγγιξε ούτε το φαγητό ούτε το κρασί. Έμεινε ακίνητος και σιωπηλός για λίγο. Ύστερα είπε ψιθυριστά σαν να φοβόταν μήπως ξυπνήσει τη μητέρα:
«Τώρα πρέπει να σου πω τι συνέβη κι έφτασα τόσο αργά. Όταν επέστρεψα στο Ιζούμο ανακάλυψα ότι οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει την καλοσύνη του προηγούμενου κυβερνήτη, του αγαθού άρχοντα Ένυα, και αποζητούσαν την εύνοια του σφετεριστή Τσουνέχισα, ο οποίος είχε ιδιοποιηθεί το κάστρο Τόντα. Είχα υποχρέωση να επισκεφθώ τον εξάδελφό μου Ακανά Τάντζι, παρ’ όλο που είχε μπει στην υπηρεσία του Τσουνέχισα και ζούσε σαν υποτακτικός μέσα στο κάστρο. Επέμεινε να παρουσιαστώ μπροστά στον Τσουνέχισα. Υποχώρησα, κυρίως γιατί ήθελα να παρατηρήσω τον χαρακτήρα του νέου κυβερνήτη, τον οποίο δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Είναι επιδέξιος και πολύ θαρραλέος πολεμιστής, αλλά είναι πανούργος και σκληρός. Θεώρησα απαραίτητο να του γνωρίσω ότι δεν θα έμπαινα ποτέ στην υπηρεσία του. Όταν αποσύρθηκα, διέταξε τον εξάδελφό μου να με κρατήσει υπό περιορισμό μέσα στο σπίτι. Διαμαρτυρήθηκα λέγοντας ότι είχα υποσχεθεί να βρίσκομαι στο Χαρίμα την ένατη μέρα του ένατου μήνα, αλλά δεν μου έδωσαν άδεια να φύγω. Σκέφτηκα να δραπετεύσω νύχτα από το κάστρο, αλλά με παρακολουθούσαν διαρκώς και μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να βρω κανέναν τρόπο για να τηρήσω την υπόσχεσή μου».
«Μέχρι σήμερα!», αναφώνησε ο Χασεμπέ σαστισμένος. «Το κάστρο είναι πάνω από εκατό ρι μακριά από δω!».
«Ναι», απάντησε ο Ακανά, «και κανένας θνητός δεν μπορεί να διανύσει με τα πόδια εκατό ρι σε μία μέρα. Αλλά ένιωσα πως αν δεν κρατούσα την υπόσχεσή μου, δεν θα είχες καλή γνώμη για μένα και θυμήθηκα την αρχαία παροιμία Τάμα γιόκου ιτσί νιτσί νι σεν ρι ουό γιούκου «Η ψυχή του ανθρώπου μπορεί να ταξιδέψει εκατό ρι μέσα σε μια μέρα». Ευτυχώς, μου είχαν επιτρέψει να κρατήσω το σπαθί μου. Μόνον έτσι μπορούσα να έρθω σ’ εσένα... Να είσαι καλός με τη μητέρα μας».
Και λέγοντας αυτά τα λόγια σηκώθηκε και χάθηκε την ίδια στιγμή. Τότε ο Χασεμπέ κατάλαβε ότι ο Ακανά είχε αφαιρέσει τη ζωή του για να τηρήσει την υπόσχεσή του.
Μόλις χάραξε, ο Χασεμπέ Σαμόν ξεκίνησε για το κάστρο Τόντα της επαρχίας Ιζούμο. Φτάνοντας στο Ματσούε έμαθε ότι τη νύχτα της ένατης μέρας του ένατου μήνα ο Ακανά Σογιέμον έκανε χαράκιρι4 στον οίκο του Ακανά Τάντζι, υπήκοου του κάστρου. Τότε ο Χασεμπέ πήγε στον οίκο του Ακανά Τάντζι, τον κατηγόρησε για την προδοσία του, τον έσφαξε μπροστά στην οικογένειά του και διέφυγε χωρίς να πάθει τίποτα. Όταν ο άρχοντας Τσουνέχισα έμαθε την ιστορία, διέταξε τους ανθρώπους του να μην καταδιώξουν τον Χασεμπέ. Γιατί παρ’ όλο που ο άρχοντας Τσουνέχισα ήταν ένας άνθρωπος σκληρός και χωρίς ηθικούς φραγμούς, ήξερε να σέβεται την ειλικρίνεια των άλλων και δεν μπόρεσε παρά να θαυμάσει τη φιλία και το θάρρος του Χασεμπέ Σαμόν.
Μπορείτε να βρείτε τα τρία βιβλία του Λευκάδιου Χερν, «Κοττό», «Ιαπωνικό Μωσαϊκό» και «Καϊντάν» στα βιβλιοπωλεία:
ΑΘΗΝΑ
►
Λεμόνι (Ηρακλειδών 22-Θησείο, Αθήνα, Τηλ.: 210 3451390, Φαξ: 2103451910)
►
Πολιτεία (Ασκληπιού 1-3. 10679)
ΛΕΥΚΑΔΑ
►
Fagottobooks (Ζακύνθου 7, Λευκάδα, Τηλ.: 2645021095)