Το ελληνικό καλοκαίρι είναι συνδεδεμένο με το τερέτισμα, το ερωτικό τραγούδι των τζιτζικιών. Αυτά τα παράξενα πλάσματα της φύσης είχαν μαγέψει τους Έλληνες και τους Ιάπωνες του παλιού καιρού. Αφού περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια μέσα στη γη σαν νύμφες, εμφανίζονται στο φως του καλοκαιριού, τραγουδάνε για να προσελκύσουν το ταίρι τους, γεννάν και ύστερα από τη σύντομη ζωή τους πέφτουν νεκρά στο χώμα.
Η φιλοσοφία της Ανατολής βλέπει μια μυστηριακή σχέση ανάμεσα στα έντομα και στα πνεύματα. Ο Λευκάδιος Χερν στο δοκίμιό του για τα γκάκι, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Κοττό, αναφέρει πολλά και θαυμαστά για τα έντομα. Τα λεπτεπίλεπτα όργανά τους δίνουν πληροφορίες στον εγκέφαλο τους για πράγματα άγνωστα στις ανθρώπινες αισθήσεις, όπως ορατότητα του μαγνητισμού, οσμή του φωτός, γεύση του ήχου.
Τελειώνοντας το δοκίμιό του γράφει:
[...] Εδώ που τα λέμε δεν έχω καταφέρει να πείσω τον εαυτό μου ότι είναι στ’ αλήθεια ανυπολόγιστο προνόμιο να ξαναγεννηθώ σαν ανθρώπινη ύπαρξη.
Σκέφτομαι όμως ότι πιο πολύ θα μου άρεσε να είμαι ένας τζίτζικας –ένας μεγάλος, τεμπέλης τζίτζικας, που χουζουρεύει στα ανεμοδαρμένα δέντρα, πίνει δροσοσταλίδες και τραγουδάει από το χάραμα μέχρι το σούρουπο. Βέβαια θα συναντούσα κινδύνους –κινδύνους από γεράκια, κουρούνες και σπουργίτια, κινδύνους από αρπακτικά έντομα, κινδύνους από μπαμπού που άτακτα αγόρια άλειψαν με ιξό. Αλλά σε κάθε κατάσταση ύπαρξης υπάρχουν κίνδυνοι και σε πείσμα αυτών των κινδύνων, φαντάζομαι ότι ο Ανακρέων εξέφρασε κάτι παραπάνω από την αλήθεια στο εγκώμιό του προς τον τζίτζικα: «Ω, εσύ γέννημα της γης, που αγαπάς το τραγούδι, ελεύθερε από πόνους, που έχεις σάρκα χωρίς αίμα, εσύ είσαι σχεδόν ίσος με τους θεούς!». [...]
Στο Shadowings ο Λευκάδιος αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στα τζιτζίκια. Ανατρέχει στην αρχαία ελληνική γραμματεία και βρίσκει ότι οι ιαπωνικοί στίχοι για τα μελωδικά έντομα είναι εφάμιλλοι. Μας πληροφορεί ωστόσο ότι οι Ιάπωνες ποιητές εξυμνούν το νυχτερινό τραγούδι των τριζονιών παρά των τζιτζικιών.
[...] Υπάρχουν αναρίθμητα ποιήματα για τα τζιτζίκια, αλλά πολύ λίγα είναι εκείνα που εγκωμιάζουν το τραγούδι τους. Βέβαια τα τζιτζίκια που γνωρίζουν οι Έλληνες είναι διαφορετικά. Υπάρχουν μερικές ποικιλίες που είναι πραγματικά μουσικές, αλλά στην πλειοψηφία τους τα τζιτζίκια είναι αφάνταστα θορυβώδη, τόσο θορυβώδη που τα τερετίσματά τους θεωρούνται μία από τις μεγάλες δοκιμασίες μία από τις μάστιγες του καλοκαιριού. [...]
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ολόκληρη η ωδή «Εἰς τέττιγα» (που αποδίδεται στον Ανακρέοντα, αλλά πιθανόν γράφτηκε από Ρωμαίους μιμητές του) από την οποία ο Λευκάδιος Χερν παρέθεσε τους τέσσερις τελευταίους στίχους και η μετάφρασή της, περιλαμβάνονται στις Σημειώσεις της Μεταφράστριας στο Κοττό και έχουν ως εξής:
Εἰς τέττιγα
Μακαρίζομέν σε, τέττιξ,
ὅτι δενδρέων ἐπ’ ἄκρων
ὀλίγην δρόσον πεπωκώς,
βασιλεὺς ὅπως, ἀείδεις.
Σὰ γάρ ἐστι κεῖνα πάντα,
ὁπόσα βλέπεις ἐν ἀγροῖς,
κὀπόσα φέρουσιν ὧραι.
Σὺ δὲ φίλτατος γεωργοῖς,
σὺ δὲ τίμιος βροτοῖσι,
θέρεος γλυκὺς προφήτης.
Φιλέουσι μέν σε Μοῦσαι,
φιλέει δὲ Φοῖβος αὐτός,
λιγυρὴν δ’ ἔδωκεν οἴμην.
Τὸ δὲ γῆρας οὔ σε τείρει,
σοφέ, γηγενές, φίλυμνε,
ἀπαθές, ἀναιμόσαρκε·
σχεδὸν εἶ θεοῖς ὅμοιος.
Σε μακαρίζουμε, τζίτζικα, που πίνεις λίγη δροσιά και μετά τραγουδάς σαν βασιλιάς στα κλαριά των δέντρων. Γιατί δικά σου είναι όλα όσα βλέπεις στους αγρούς και όσα φέρνουν οι εποχές. Αγαπητός στους γεωργούς, πολύτιμος στους ανθρώπους, είσαι προφήτης του καλοκαιριού γλυκύς. Οι Μούσες σε αγαπούν και ο ίδιος ο Φοίβος που σου έδωσε το μελωδικό τραγούδι. Τα γηρατειά δεν σε καταβάλουν, σοφέ, γέννημα της γης, λάτρη του τραγουδιού, ελεύθερε από πόνους, εσύ που έχεις σάρκα χωρίς αίμα, είσαι σχεδόν όμοιος με τους θεούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου