Πριν από κάμποσα χρόνια ήρθα να μείνω σ’ αυτό το παλιό σπίτι με κήπο, χτισμένο στην πλαγιά ενός λόφου. Ακούγεται ειδυλλιακό. Δεν είναι. Ο λόφος είναι ένας από τους τόσους της Αθήνας και οι ανηφόρες του είναι δύσκολες.
Πιο κάτω στην πλαγιά, κολλητά με το δικό μας, είναι ένα σπίτι με άσχημη ιστορία, χρόνια ακατοίκητο. Η τελευταία ιδιοκτήτρια ήταν μια γριά που ασχολιόταν με περίεργα πράγματα κι είχε μια νεκροκεφαλή στο γείσο κάτω από την ταράτσα.
Αυτή τη νεκροκεφαλή τη θυμάμαι από παιδί. Όλοι έκαναν πως δεν την έβλεπαν και άμα ρωτούσα, μου έλεγαν πως δεν είναι τίποτα. Όταν η γριά ήταν στα τελευταία της είπε να φωνάξουν τη γιαγιά μου και της ζήτησε συγγνώμη.
Αυτά είναι ιστορίες παλιές που άκουσα σαν μαγεμένη σε συζητήσεις των μεγάλων όταν ήμουν μικρή. Σήμερα κανένας δεν μιλάει γι’ αυτές.
Όταν πέθανε η γιαγιά μου, η οικογένεια μου παραχώρησε το σπίτι για να μείνω όσον καιρό θέλω. Σπίτι με κήπο μέσα στην Αθήνα; Δεν λες όχι! Κρεμάστηκα στο κάγκελο της πίσω αυλής ψάχνοντας με τα μάτια να βρω τη νεκροκεφαλή. Δεν υπήρχε. Ο κήπος μέσα στην εγκατέλειψή του δεν μαρτυρούσε καμιά βαριά ιστορία. Οι πορτοκαλιές του κάθε χρόνο έβγαζαν κάτασπρα λουλούδια κι ύστερα έκαναν χρυσά πορτοκάλια. Κι όπως συμβαίνει σ’ όλα τα ρημαγμένα σπίτια είχαν φυτρώσει και δύο συκιές.
Μπροστά από κει που ήταν η νεκροκεφαλή, στο πιο ανήλιαγο σημείο του κήπου, φύτρωσε ένα δέντρο. Αυτά που βγαίνουν από μόνα τους. Βρομοκαρυδιές έχω ακούσει να τα λένε. Χρόνο με τον χρόνο το δέντρο δυνάμωνε, ψήλωνε και στο τέλος τα κατάφερε. Βγήκε στο φως! Τα κλαδιά του ανέβηκαν ως την αυλή μας κι ύστερα ψήλωσε περισσότερο και φάνηκε ο κορμός του. Η πυκνή φυλλωσιά του έριχνε τα καλοκαίρια δροσερή σκιά.
Τις νύχτες που καθόμασταν έξω μέχρι αργά, σαν μεθυσμένοι από τη δυνατή μυρωδιά του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου, κοιτούσαμε ανάμεσα από το φύλλωμά του τα φώτα της πόλης κι ήταν εύκολο να φανταστούμε ότι είμαστε σε άλλον τόπο και ίσως σε άλλον χρόνο.
Ένα μεγάλο κλαρί του πέρασε από το κάγκελο μέσα στην αυλή. Έπρεπε να σκύψουμε για να περάσουμε, αλλά κανένας δεν σκέφτηκε να το κόψει. Σ' ένα δυο χρόνια το δέντρο ψήλωσε κι άλλο και δεν χρειαζόταν να σκύβουμε πια.
Τα τραπέζια που κάναμε τα βράδια του καλοκαιριού γίνονταν στην αυλή κάτω από τη φυλλωσιά του. Απρογραμμάτιστα συνήθως. Χτύπαγε το τηλέφωνο: «Εγώ φέρνω πίτα, η Ιωάννα κρασάτο κι Νίκη τις σαλάτες. Ερχόμαστε!». Στρώναμε μια τάβλα (απομεινάρι από ένα παλιό σχεδιαστήριο) και γλεντούσαμε. Κι η Μαρία η ρεμπέτισσα που τα λέει όπως της έρχονται, είπε μια φορά ενθουσιασμένη: «Ρε παιδιά, έτσι όπως καθόμαστε τώρα, δεν είναι σαν να μας κρατάει κάποιος όλους μας αγκαλιά;»
Χρόνο με τον χρόνο κατάλαβα ότι το αγαπούσα αυτό το δέντρο. Στις ζέστες το πότιζα για να δροσίζεται. Έτσι κι αλλιώς έριχνα νερό στα δέντρα του ακατοίκητου. Έπαιρνα το λάστιχο, σκαρφάλωνα στο κάγκελο κι έπαιζα ποτίζοντας. Το φθινόπωρο τα φύλλα του έπεφταν παχύ στρώμα στην αυλή. Τον χειμώνα το κοιτούσα από το παράθυρο του σχεδιαστηρίου ν' αντέχει στο κρύο, στη βροχή, στο χιόνι.
Μόλις ερχόταν η άνοιξη έψαχνα να βρω τα πρώτα σημάδια της αναγέννησης. Και τότε να δεις χαρά!
Έτσι χάρηκα και φέτος μόλις είδα τα πρώτα τρυφερά φυλλαράκια και τις τουφίτσες στην άκρη των κλαδιών. Κι ύστερα τίποτα. Δεν βγήκαν καινούργια φύλλα. Κι αυτά που είχαν βγει μαράθηκαν. Ξανακρεμάστηκα στο κάγκελο. Μια μικρή συκιά που είχε αγκαλιαστεί με τον κορμό του είχε ξεραθεί.
Τ’ άλλα δέντρα του ακατοίκητου πρασίνιζαν και φούντωναν και μόνον το δέντρο μου μαραινόταν. Ο κορμός του ως ένα μέτρο πάνω από τη ρίζα έχει μαυρίσει. Μέσα σε τρεις μέρες το δέντρο πέθανε. Αρρώστησε; Το δηλητηρίασαν;
Κοίταξα δεξιά την πολυκατοικία. Κοίταξα αριστερά τη μονοκατοικία που έχει γίνει αρχιτεκτονικό γραφείο. Το δέντρο μου είχε την ατυχία να βρίσκεται ανάμεσα στο διαμέρισμα και στο γραφείο του αρχιτέκτονα. Κι ο αρχιτέκτονας θέλει να βγαίνει στο μπαλκόνι του και να βλέπει το γραφείο του. Φοβάται τους κλέφτες, γι’ αυτό και χώρια από τον συναγερμό, τα βράδια φωταγωγεί το γραφείο.
Αυτός λοιπόν την έκανε τη δουλειά! Θα μπήκε στο ακατοίκητο –σιγά το δύσκολο!– και θα έριξε χλωρίνη στη ρίζα του δέντρου. Μ' έπνιξε η οργή.
«Μην κριματίζεις!» μου είχε πει κάποτε κάποιος. Το θυμήθηκα εγκαίρως κι άφησα κατά μέρος τα σενάρια που με όργιζαν και δεν βοηθούσαν καθόλου.
Και τότε θυμήθηκα την Τζιού ρόκου ζακουρά, την κερασιά μιας ιστορίας του Λευκάδιου Χερν, ένα αγαπημένο δέντρο που μαράθηκε και που συνέχισε να ζει με μια ζωή που δεν είναι δική του.
Και το δέντρο μου ίσως μπορέσει να πρασινίσει με ζωή που δεν είναι δική του. Μ’ εκείνο το αναρριχητικό που μου χάρισαν. Γιατί όχι; «Χτίζει φράχτες» μου είπε ο δωρητής. Τόσο δυνατό!
Θα προσπαθήσω.
Αγαπητοί φίλοι, σας χαρίζω την ιστορία της κερασιάς. Είναι μια βαθιά συγκινητική ιστορία από το Καϊντάν. Κι εσείς ευχηθείτε μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου